- παιδοκτόνος
- -ο, θηλ. και -α (ΑΜ παιδοκτόνος, -ον)1. αυτός που φονεύει τα παιδιά του2. αυτός που φονεύει μικρά παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδοκτόνος — slaying one s children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκτόνος, ο — η φονιάς του ή των παιδιών: Η Μήδεια για να εκδικηθεί τον άντρα της έγινε παιδοκτόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδοκτόνον — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem acc sg παιδοκτόνος slaying one s children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκτόνε — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκτόνοι — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκτόνου — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκτόνους — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκτόνων — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκτόνῳ — παιδοκτόνος slaying one s children masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek